- γουστόζος, -α, -ικο
- γουστόζικος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γουστόζος — α, ο και ικο ο γουστόζικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gustoso] … Dictionary of Greek